- λυγίζεται
- λυγίζομαιto be hiddenpres ind mp 3rd sgλυγίζωbendpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδροβεργίδα — η παγίδα για τη σύλληψη πουλιών αποτελείται από μία βέργα, το ένα άκρο τής οποίας στηρίζεται στερεά στο έδαφος, το δε άλλο κάμπτεται, λυγίζεται προς τα κάτω στο λυγισμένο αυτό άκρο είναι δεμένο λεπτό σχοινί που καταλήγει σε θηλιά, με την οποία… … Dictionary of Greek
ευκολολύγιστος — η, ο αυτός που λυγίζεται, που κάμπτεται εύκολα, ο εύκαμπτος … Dictionary of Greek